↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαλακτοπωλείο τα γαλακτοπωλεία
      γενική του γαλακτοπωλείου των γαλακτοπωλείων
    αιτιατική το γαλακτοπωλείο τα γαλακτοπωλεία
     κλητική γαλακτοπωλείο γαλακτοπωλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαλακτοπωλείο < γαλακτο- + -πωλείο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣa.la.kto.poˈli.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γα‐λα‐κτο‐πω‐λεί‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γαλακτοπωλείο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία