Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γαλακτοπωλείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
γαλακτοπωλεί
ο
τα
γαλακτοπωλεί
α
γενική
του
γαλακτοπωλεί
ου
των
γαλακτοπωλεί
ων
αιτιατική
το
γαλακτοπωλεί
ο
τα
γαλακτοπωλεί
α
κλητική
γαλακτοπωλεί
ο
γαλακτοπωλεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γαλακτοπωλείο
<
γαλακτο-
+
-πωλείο
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ɣa.la.kto.poˈli.o
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
γα‐λα‐κτο‐πω‐λεί‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γαλακτοπωλείο
ουδέτερο
το
κατάστημα
όπου
πουλιέται
γάλα
και το
γαλακτοκομικά
προϊόντα, όπως
γιαούρτι
Συνώνυμα
επεξεργασία
γαλατάδικο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γαλακτοπωλείο
αγγλικά
:
dairy
(en)
,
creamery
(en)
γαλλικά
:
laiterie
(fr)
,
crèmerie
(fr)