ενικός         πληθυντικός  
laiterie laiteries

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

laiterie (fr) θηλυκό

  1. το γαλακτοκομείο
  2. το γαλακτοπωλείο
  3. η βιομηχανία γάλακτος