Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαλακτοκομείο τα γαλακτοκομεία
      γενική του γαλακτοκομείου των γαλακτοκομείων
    αιτιατική το γαλακτοκομείο τα γαλακτοκομεία
     κλητική γαλακτοκομείο γαλακτοκομεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαλακτοκομείο < γαλακτοκόμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαλακτοκομείο ουδέτερο

  1. Η μονάδα παραγωγής γάλακτος
  2. (παρωχημένο) παλιά και το κατάστημα που πουλούσε φρέσκο γάλα, το γαλατάδικο

  Μεταφράσεις επεξεργασία