βυτιοφόρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βυτιοφόρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βυτιοφόρος < βυτίο + -ο- + -φόρος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vi.ti.oˈfo.ɾo/
Ουσιαστικό επεξεργασία
βυτιοφόρο ουδέτερο
- φορτηγό με μεγάλο κυλινδρικό δοχείο (βυτίο) για την μεταφορά διάφορων υγρών, κυρίως του πετρελαίου
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις βυτιοφόρος, βυτίο και φέρω