Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
βυτιοφόρο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βυτιοφόρο τα βυτιοφόρα
      γενική του βυτιοφόρου των βυτιοφόρων
    αιτιατική το βυτιοφόρο τα βυτιοφόρα
     κλητική βυτιοφόρο βυτιοφόρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βυτιοφόρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βυτιοφόρος < βυτίο + -ο- + -φόρος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vi.ti.oˈfo.ɾo/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βυτιοφόρο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία