Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρωματοπωλείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αρωματοπωλεί
ο
τα
αρωματοπωλεί
α
γενική
του
αρωματοπωλεί
ου
των
αρωματοπωλεί
ων
αιτιατική
το
αρωματοπωλεί
ο
τα
αρωματοπωλεί
α
κλητική
αρωματοπωλεί
ο
αρωματοπωλεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρωματοπωλείο
<
άρωμα
+
-πωλείο
(<
πωλώ
)
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
a.ɾo.ma.to.poˈli.o
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρωματοπωλείο
ουδέτερο
το
κατάστημα
πώλησης
αρωμάτων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρωματοπωλείο
γαλλικά
:
parfumerie
(fr)