αλλίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλλίο | τα | αλλία |
γενική | του | αλλίου | των | αλλίων |
αιτιατική | το | αλλίο | τα | αλλία |
κλητική | αλλίο | αλλία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el
επεξεργασίααλλίο < μεταφραστικό δάνειο άλλος + -ίο < αγγλικά: allele
Προφορά
επεξεργασία/?/
Ουσιαστικό
επεξεργασίατο αλλίο (en) ουδέτερο, ενικός
τα αλλία πληθυντικός
(γενετική)
- το αλλήλιο, το αλληλόμορφο γονίδιο