Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βυνοποιείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
βυνοποιεί
ο
τα
βυνοποιεί
α
γενική
του
βυνοποιεί
ου
των
βυνοποιεί
ων
αιτιατική
το
βυνοποιεί
ο
τα
βυνοποιεί
α
κλητική
βυνοποιεί
ο
βυνοποιεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βυνοποιείο
<
βύνη
+
-ο-
+
-ποιείο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βυνοποιείο
ουδέτερο
εργαστήριο
ή
εργοστάσιο
παραγωγής
μπίρας
Συνώνυμα
επεξεργασία
βυνοποιία
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
βύνη
και
ποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βυνοποιείο