ανθοδοχείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανθοδοχείο < ανθο- + δοχείο, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική vase à fleurs
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.θο.ðoˈçi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐θο‐δο‐χεί‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανθοδοχείο ουδέτερο
- βάζο στο οποίο βάζουμε λουλούδια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανθοδοχείο
Πηγές επεξεργασία
- ανθοδοχείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας