↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βουλεβάρτο τα βουλεβάρτα
      γενική του βουλεβάρτου των βουλεβάρτων
    αιτιατική το βουλεβάρτο τα βουλεβάρτα
     κλητική βουλεβάρτο βουλεβάρτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βουλεβάρτο < (άμεσο δάνειο) γαλλική boulevard < ολλανδική bolwerk < bol +‎ werk

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βουλεβάρτο ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) (λόγιο) λεωφόρος
    Η ενότητα αυτή έχει ως στόχο να παρουσιάσει τις παρισινές οδούς που είναι γνωστές με το όνομα «βουλεβάρτα» μέσα από λογοτεχνικά κείμενα, εικόνες και οπτικοακουστικό υλικό, προκειμένου να αναδειχτούν ως ιδανικοί τόποι ελεύθερης περιπλάνησης και προνομιακό πεδίο του ανέμελου περιπατητή. (*)
  2. (λόγιο) είδος (ελαφριού) θεατρικού έργου

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία