Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπουλεβάρτο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μπουλεβάρτ
ο
τα
μπουλεβάρτ
α
γενική
του
μπουλεβάρτ
ου
των
μπουλεβάρτ
ων
αιτιατική
το
μπουλεβάρτ
ο
τα
μπουλεβάρτ
α
κλητική
μπουλεβάρτ
ο
μπουλεβάρτ
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπουλεβάρτο
< (
άμεσο δάνειο
)
γαλλική
boulevard
<
ολλανδική
bolwerk
<
bol
+
werk
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπουλεβάρτο
ουδέτερο
(
παρωχημένο
) (
λόγιο
)
άλλη μορφή
του
βουλεβάρτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπουλεβάρτο
→
δείτε
τη λέξη
βουλεβάρτο