Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Αμβούργο τα Αμβούργα
      γενική του Αμβούργου των Αμβούργων
    αιτιατική το Αμβούργο τα Αμβούργα
     κλητική Αμβούργο Αμβούργα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αμβούργο < γερμανική Hamburg < Hammaburg (ονομασία φρουρίου της περιοχής) < Hamm(;) (όνομα πόλης) + Burg (κάστρο)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αμβούργο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία