βρύο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βρύο | τα | βρύα |
γενική | του | βρύου | των | βρύων |
αιτιατική | το | βρύο | τα | βρύα |
κλητική | βρύο | βρύα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βρύο < αρχαία ελληνική βρύον
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βρύο ουδέτερο
- (βοτανική) μικρή πρασινωπή πόα, χωρίς άνθη και καρπούς, που καλύπτει βράχια, κορμούς δέντρων κ.λπ. και ευδοκιμεί συνήθως σε υγρά περιβάλλοντα
- Τα βρύα ευδοκιμούν σε μέρη με ψηλή υγρασίαˈ'
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- βρύο στη Βικιπαίδεια
- λειχήνα