Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βρύο τα βρύα
      γενική του βρύου των βρύων
    αιτιατική το βρύο τα βρύα
     κλητική βρύο βρύα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Βράχοι καλυμμένοι με βρύα.

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρύο < αρχαία ελληνική βρύον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvɾi.o/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βρύο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία