λειχήνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λειχήνα | οι | λειχήνες |
γενική | της | λειχήνας | των | λειχηνών |
αιτιατική | τη | λειχήνα | τις | λειχήνες |
κλητική | λειχήνα | λειχήνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λειχήνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λειχήνα < ελληνιστική κοινή λειχήνη < αρχαία ελληνική λειχήν (αρσενικό, είδος αναρριχητικού βρύου)[1] με μεταπλασμό σε θηλυκό της αιτιατικής «τὸν λειχῆνα» [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /liˈçi.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λει‐χή‐να
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλειχήνα θηλυκό
- (βιολογία) συνδυασμός από φύκια και μύκητες που εμφανίζεται επάνω σε δέντρα ή άλλα φυτά
- (ιατρική) εξάνθημα στο δέρμα που προέρχεται από κάποια πάθηση
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δερματικό εξάνθημα με μορφή λειχήνας
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ λειχήνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- Όροι με λειχην- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλειχήνα θηλυκό
- άλλη μορφή του λειχήνη