Ετυμολογία

επεξεργασία
λειχηνιάζω < μεσαιωνική ελληνική λειχηνιάζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /li.çiˈnɲa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λει‐χη‐νιά‐ζω

λειχηνιάζω, πρτ.: λειχήνιαζα, αόρ.: λειχήνιασα (χωρίς παθητική φωνή)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)