λειχηνοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λειχηνοειδής | η | λειχηνοειδής | το | λειχηνοειδές |
γενική | του | λειχηνοειδούς* | της | λειχηνοειδούς | του | λειχηνοειδούς |
αιτιατική | τον | λειχηνοειδή | τη | λειχηνοειδή | το | λειχηνοειδές |
κλητική | λειχηνοειδή(ς) | λειχηνοειδής | λειχηνοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λειχηνοειδείς | οι | λειχηνοειδείς | τα | λειχηνοειδή |
γενική | των | λειχηνοειδών | των | λειχηνοειδών | των | λειχηνοειδών |
αιτιατική | τους | λειχηνοειδείς | τις | λειχηνοειδείς | τα | λειχηνοειδή |
κλητική | λειχηνοειδείς | λειχηνοειδείς | λειχηνοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /li.çi.no.iˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λει‐χη‐νο‐ει‐δής
Επίθετο
επεξεργασίαλειχηνοειδής, -ης, -ες
Μεταφράσεις
επεξεργασία λειχηνοειδής
|