λειχήνωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λειχήνωση | οι | λειχηνώσεις |
γενική | της | λειχήνωσης* | των | λειχηνώσεων |
αιτιατική | τη | λειχήνωση | τις | λειχηνώσεις |
κλητική | λειχήνωση | λειχηνώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, λειχηνώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλειχήνωση θηλυκό
- (ιατρική, κτηνιατρική) η εμφάνιση λειχήνων / εξανθημάτων στο δέρμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία λειχήνωση
|