λειχήν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λειχήν < λείχω (γλείφω) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλειχήν, -ῆνος αρσενικό
- (φυτό) είδος αναρριχητικού βρύου
- (ιατρική) λειχήνα, εξάνθημα, καρκίνωμα, ψώρα
- (φυτό) ερυσίβη (ασθένεια των φυτών)
Παράγωγα
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη λείχω
Πηγές
επεξεργασία- λειχήν - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λειχήν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.