Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
βρύα σε κορμό δέντρου bryophyte

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρυόφυτα < βρύο και φυτό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βρυόφυτα ουδέτερο

συνομοταξία φυτών.

  Μεταφράσεις επεξεργασία