Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γουνοβαφείο τα γουνοβαφεία
      γενική του γουνοβαφείου των γουνοβαφείων
    αιτιατική το γουνοβαφείο τα γουνοβαφεία
     κλητική γουνοβαφείο γουνοβαφεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γουνοβαφείο < γούνα + βαφείο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γουνοβαφείο ουδέτερο

Σημειώσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία