Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γυροπλάνο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
γυροπλάν
ο
τα
γυροπλάν
α
γενική
του
γυροπλάν
ου
των
γυροπλάν
ων
αιτιατική
το
γυροπλάν
ο
τα
γυροπλάν
α
κλητική
γυροπλάν
ο
γυροπλάν
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γυροπλάνο
<
γαλλική
gyroplane
<
γύρος
+
planer
(αιωρούμαι)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γυροπλάνο
ουδέτερο
βλέπε
αυτόγυρο
.