αστεροσκοπείο στη Σλοβακία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αστεροσκοπείο τα αστεροσκοπεία
      γενική του αστεροσκοπείου των αστεροσκοπείων
    αιτιατική το αστεροσκοπείο τα αστεροσκοπεία
     κλητική αστεροσκοπείο αστεροσκοπεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αστεροσκοπείο < αστέρ(ας) + σκοπώ (εξετάζω) + -είο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ste.ɾo.skoˈpi.o/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αστεροσκοπείο ουδέτερο

  1. κτήριο με θόλο, προορισμένο για την παρατήρηση των ουράνιων σωμάτων με τη χρήση τηλεσκοπίων και άλλων ειδικών οργάνων
  2. (συνεκδοχικά) το επιστημονικό ίδρυμα που στεγάζεται σε αυτό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία