obserwatorium
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | obserwatorium | obserwatoria |
γενική | obserwatoriów | |
δοτική | obserwatoriom | |
αιτιατική | obserwatoria | |
οργανική | obserwatoriami | |
τοπική | obserwatoriach | |
κλητική | obserwatoria |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαobserwatorium (pl) θηλυκό
Σημειώσεις
επεξεργασία- συνήθως σημαίνει κάποιο συγκεκριμένο παρατηρητήριο που γίνεται γνωστό από τα συμφραζόμενα όταν παραλείπεται ο επιθετικός προσδιορισμός