Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εκλογομαγειρείο τα εκλογομαγειρεία
      γενική του εκλογομαγειρείου των εκλογομαγειρείων
    αιτιατική το εκλογομαγειρείο τα εκλογομαγειρεία
     κλητική εκλογομαγειρείο εκλογομαγειρεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκλογομαγειρείο < εκλογ(ή) + -ο- + μαγειρείο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.klo.ɣo.ma.ʝiˈɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐κλο‐γο‐μα‐γει‐ρεί‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκλογομαγειρείο αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία