Ετυμολογία

επεξεργασία

βάλλομαι < παθητική φωνή του ρήματος βάλλω

βάλλομαι

  1. βάλλουν εναντίον μου (συνηθίζεται κυρίως σε συγκεκριμένες, καθιερωμένες από παλιότερα εκφράσεις)
    Βάλλομαι πανταχόθεν
    Βάλλονται παντοιοτρόπως, γιατι δεν έχουν καμία διαπραγματευτική ικανότητα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία