Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταβαλλόμενος η καταβαλλόμενη το καταβαλλόμενο
      γενική του καταβαλλόμενου της καταβαλλόμενης του καταβαλλόμενου
    αιτιατική τον καταβαλλόμενο την καταβαλλόμενη το καταβαλλόμενο
     κλητική καταβαλλόμενε καταβαλλόμενη καταβαλλόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταβαλλόμενοι οι καταβαλλόμενες τα καταβαλλόμενα
      γενική των καταβαλλόμενων των καταβαλλόμενων των καταβαλλόμενων
    αιτιατική τους καταβαλλόμενους τις καταβαλλόμενες τα καταβαλλόμενα
     κλητική καταβαλλόμενοι καταβαλλόμενες καταβαλλόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταβαλλόμενος < μτχ ενεστώτα του ρήματος καταβάλλομαι

  Μετοχή επεξεργασία

καταβαλλόμενος , η , ο

  1. αυτός που οφείλεται και καταβάλλεται τακτικά (μισθός, εισφορά)
  • ο καταβαλλόμενος μισθός
    το καταβαλλόμενο τέλος εισαγωγής (φόρος κ.λπ.)
  1. αυτός που δείχνει ότι μια ενέργεια αντιμετωπίζει πολλές δυσχέρειες και προσκόμματα, δεν είναι εύκολη στην ολοκλήρωσή της
  • Οι καταβαλλόμενες προσπάθειες για τη διάσωση των ναυαγών, δεν απέδωσαν μέχρι στιγμής καρπούς, πιθανόν και εξαιτίας της συνεχιζόμενης κακοκαιρίας


Συγγενικά επεξεργασία



  Μεταφράσεις επεξεργασία