καταβαλλόμενων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
καταβαλλόμενων και καταβαλλομένων
- γενική πληθυντικού του καταβαλλόμενος
- γενική πληθυντικού του καταβαλλόμενη και καταβαλλομένη
- γενική πληθυντικού του καταβαλλόμενο
καταβαλλόμενων και καταβαλλομένων