μεταβαλλόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταβαλλόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα μεταβάλλομαι
Μετοχή
επεξεργασίαμεταβαλλόμενος, -η, -ο
- αυτός που μεταβάλλεται τώρα
- Στην ομαλά μεταβαλλόμενη κίνηση, η επιτάχυνση είναι σταθερή