αποβληθείς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποβληθείς < αποβάλλομαι
Μετοχή επεξεργασία
αποβληθείς, αποβληθείσα, αποβληθέν
- ο αποβληθείς μαθητής
- η αποβληθείσα μαθήτρια
Δείτε επίσης : ἀποβληθείς |
αποβληθείς, αποβληθείσα, αποβληθέν