Δείτε επίσης: ἀποβληθείς

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποβληθείς < αποβάλλομαι

αποβληθείς, αποβληθείσα, αποβληθέν

  • (λόγιο) που έχει αποβληθεί, που τον έχουν θέσει εκτός μιας διαδικασίας ή ενός χώρου
ο αποβληθείς μαθητής
η αποβληθείσα μαθήτρια

  Μεταφράσεις

επεξεργασία