Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποβλημένος η αποβλημένη το αποβλημένο
      γενική του αποβλημένου της αποβλημένης του αποβλημένου
    αιτιατική τον αποβλημένο την αποβλημένη το αποβλημένο
     κλητική αποβλημένε αποβλημένη αποβλημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποβλημένοι οι αποβλημένες τα αποβλημένα
      γενική των αποβλημένων των αποβλημένων των αποβλημένων
    αιτιατική τους αποβλημένους τις αποβλημένες τα αποβλημένα
     κλητική αποβλημένοι αποβλημένες αποβλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποβλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποβάλλω

  Μετοχή επεξεργασία

αποβλημένος, -η, -ο και αποβεβλημένος

→ δείτε τη λέξη αποβεβλημένος