βαλλίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαλλίζω < βάλλ(ω) (ρίχνω) + -ίζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷelH-. H λατινική ballare (χορεύω) συνδέεται αλλά δεν είναι άμεσο δάνειο. [1]
Ρήμα
επεξεργασίαβαλλίζω (σύνηθες στη Σικελία και τη Μεγάλη Ελλάδα)
- ρίχνω τα πόδια μου εδώ κι εκεί
- χορεύω
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 8, 63 @perseus.tufts.edu
- καί τινος εἰπόντος ὅτι βαλλίζουσιν οἱ κατὰ τὴν πόλιν ἅπαντες τῇ θεῷ, ‘ὦ λῷστε᾽, ὁ Οὐλπιανὸς γελάσας ἔφη, ‘καὶ τίς Ἑλλήνων τοῦτο βαλλισμὸν ἐκάλεσεν, δέον εἰρηκέναι κωμάζουσιν ἢ χορεύουσιν ἤ τι ἄλλο τῶν εἰρημένων
- και σε Σχόλιο 2, 1, 173, 20-22
- ὅτι τὸ βαλλίζειν ἤτοι κωμάζειν ἢ χορεύειν ἤ τι τοιοῦτον καὶ τὸ ἐξ αὐτοῦ παραγόμενον ὁ βαλλισμός, παρὰ πολλοῖς τῶν ἀρχαίων εὕρηται, ᾿Επίχαρμός τε γάρ φησι καὶ Σώφρων καὶ ῎Αλεξις μέμνηται τῆς λέξεως.
- ※ [ελληνιστική μετάφραση(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) από την αραμαϊκή διάλεκτο του συγγραφέα] Εφραίμ ο Σύρος, Ὅτι οὐ δεῖ παίζειν Χριστιανούς, 241, 8-12
- Τίς ἐκ πάντων τούτων δύναται ἀποδεῖξαι ὅτι ἁρμόζει Χριστιανοῖς κιθαρίζειν, ἢ ὀρχεῖσθαι, ἢ βαλλίζειν, ἢ χοραυλεῖν, ἢ ἐπιφωνεῖν, ἢ μαντεύεσθαι, ἢ ποιεῖν τὰ λεγόμενα φυλακτήρια, ἢ φορᾶν αὐτά, ἢ ἐπερωτᾶν δαίμοσιν, ἢ μεθύσκεσθαι, ἢ ἀνέχεσθαι τῶν τὰ τοιαῦτα παράνομα ποιούντων ἔργα;
- ≈ συνώνυμα: κωμάζω, χορεύω
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 8, 63 @perseus.tufts.edu
- σκιρτώ
- πηδάω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ βαλλίζω σελ. 197 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- βαλλίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.