μπαλέτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπαλέτο | τα | μπαλέτα |
γενική | του | μπαλέτου | των | μπαλέτων |
αιτιατική | το | μπαλέτο | τα | μπαλέτα |
κλητική | μπαλέτο | μπαλέτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπαλέτο < ιταλική balletto, υποκοριστικό του ballo < υστερολατινική ballare < ballo < αρχαία ελληνική βαλλίζω (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bal- (=κουνώ, χορεύω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπαλέτο ουδέτερο
- χορογραφία που παρουσιάζεται σε κοινό από χορευτές κλασικού χορού, με συνοδεία μουσικής
- οργανωμένη ομάδα χορευτών μπαλέτου