χορόδραμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χορόδραμα (μαρτυρείται από το 1872)[1] < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική chorédrame < χορός + δρᾶμα (< δράω). Συγχρονικά αναλύεται σε χορό- + δράμα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xoˈɾo.ðɾa.ma/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχορόδραμα ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χορόδραμα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 1116, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου