εφεσίβλητων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαεφεσίβλητων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του εφεσίβλητος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του εφεσίβλητος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εφεσίβλητος
εφεσίβλητων