στάθμη θάλασσας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στάθμη θάλασσας | ||
γενική | της | στάθμης θάλασσας | ||
αιτιατική | τη | στάθμη θάλασσας | ||
κλητική | στάθμη θάλασσας | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
στάθμη θάλασσας θηλυκό, μόνο στον ενικό
- το ονομαστικό ύψος της επιφάνειας των ωκεανών πάνω από το οποίο μετρώνται τα ύψη των γεωγραφικών χαρακτηριστικών και τα επίπεδα πτήσης των αεροσκαφών
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
στάθμη θάλασσας
|