ενικός         πληθυντικός  
sea level sea levels

  Ετυμολογία

επεξεργασία
sea level < → δείτε τις λέξεις sea και level

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

sea level (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η στάθμη θάλασσας
    ⮡  The village is five hundred meters above sea level.
    Το χωριό βρίσκεται πεντακόσια μέτρα πάνω από τη θάλασσα.
    ⮡  The mountain we climbed was 1,500 meters above sea level.
    Το βουνό που ανεβήκαμε είχε 1.500 μέτρα υψόμετρο.