κομψά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κομψά < κομψός
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
κομψά (τροπικό)
- με καλαίσθητο κι επιμελημένο τρόπο
- με λεπτότητα και διακριτικότητα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κομψά
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
κομψά
- κομψό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού