παραθετικά
θετικός elegantly
συγκριτικός more elegantly
υπερθετικός most elegantly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
elegantly < elegant + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

elegantly (en)

  • κομψά, με τρόπο που είναι ελκυστικός και δείχνει καλό στυλ
    ⮡  He dresses elegantly.
    Ντύνεται κομψά.