κομψοεπής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κομψοεπής | η | κομψοεπής | το | κομψοεπές |
γενική | του | κομψοεπούς* | της | κομψοεπούς | του | κομψοεπούς |
αιτιατική | τον | κομψοεπή | την | κομψοεπή | το | κομψοεπές |
κλητική | κομψοεπή(ς) | κομψοεπής | κομψοεπές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κομψοεπείς | οι | κομψοεπείς | τα | κομψοεπή |
γενική | των | κομψοεπών | των | κομψοεπών | των | κομψοεπών |
αιτιατική | τους | κομψοεπείς | τις | κομψοεπείς | τα | κομψοεπή |
κλητική | κομψοεπείς | κομψοεπείς | κομψοεπή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κομψοεπής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κομψοεπής < αρχαία ελληνική κομψ(ός) + -ο- + ἔπος, ἐπ- + -ής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kom.pso.eˈpis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κομ‐ψο‐ε‐πής
Επίθετο
επεξεργασίακομψοεπής, -ής, -ές
- (λόγιο) που εκφράζεται με τρόπο κομψό, κομψά
Συγγενικά
επεξεργασία- κομψοέπεια
- κομψοεπώς
- → δείτε τις λέξεις κομψός και έπος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κομψοεπής
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | κομψοεπής | τὸ | κομψοεπές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | κομψοεποῦς | τοῦ | κομψοεποῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | κομψοεπεῖ | τῷ | κομψοεπεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | κομψοεπῆ | τὸ | κομψοεπές | ||
κλητική ὦ! | κομψοεπές | κομψοεπές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | κομψοεπεῖς | τὰ | κομψοεπῆ | ||
γενική | τῶν | κομψοεπῶν | τῶν | κομψοεπῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | κομψοεπέσῐ(ν) | τοῖς | κομψοεπέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | κομψοεπεῖς | τὰ | κομψοεπῆ | ||
κλητική ὦ! | κομψοεπεῖς | κομψοεπῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κομψοεπεῖ | τὼ | κομψοεπεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κομψοεποῖν | τοῖν | κομψοεποῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κομψοεπής (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κομψ(ός) + -ο- + ἔπος, ἐπ- + -ής
Επίθετο
επεξεργασίακομψοεπής, -ής, -ές
- (ελληνιστική κοινή) όπως κομψοεπής
- ※ 4ος/5ος αιώνας κε ⌘ Κύριλλος Αλεξανδρείας, Εις Ναούμ 1.78.306. @scaife.perseus Cyrilli Archiepiscopi Alexandrini In XII Prophetas, Vol 1-2. Pusey, Philip Edward, ed. Oxford: Clarendon Press, 1868.
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις κομψός και ἔπος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .