• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

γητευτής

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γητευτής οι γητευτές
      γενική του γητευτή των γητευτών
    αιτιατική τον γητευτή τους γητευτές
     κλητική γητευτή γητευτές
όπως «νικητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

γητευτής < μεσαιωνική ελληνική γητευτής < γητεύω < αρχαία ελληνική γοητεύω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

γητευτής αρσενικό (θηλυκό: γητεύτρα)

  • που μαγεύει, που γητεύει (τα άγρια θηρία κυρίως)

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • γητεύτρα
  • → δείτε τις λέξεις γητεύω, γοητεύω και γόης

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    γητευτής
  • αγγλικά : sorcerer (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=γητευτής&oldid=3947431"
Τελευταία επεξεργασία στις 20 Ιουνίου 2017, στις 05:07

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 20 Ιουνίου 2017, στις 05:07.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie