γητευτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γητευτής | οι | γητευτές |
γενική | του | γητευτή | των | γητευτών |
αιτιατική | τον | γητευτή | τους | γητευτές |
κλητική | γητευτή | γητευτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γητευτής < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γητευτής < γητεύ(ω) + -της[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
γητευτής αρσενικό (θηλυκό: γητεύτρα)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γητευτής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας