γητευτής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γητευτής | οι | γητευτές |
γενική | του | γητευτή | των | γητευτών |
αιτιατική | τον | γητευτή | τους | γητευτές |
κλητική | γητευτή | γητευτές | ||
όπως «νικητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γητευτής < μεσαιωνική ελληνική γητευτής < γητεύω < αρχαία ελληνική γοητεύω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γητευτής αρσενικό (θηλυκό: γητεύτρα)