γητεύτρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γητεύτρα | οι | γητεύτρες |
γενική | της | γητεύτρας | — | |
αιτιατική | τη | γητεύτρα | τις | γητεύτρες |
κλητική | γητεύτρα | γητεύτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγητεύτρα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη γητευτής
Μεταφράσεις
επεξεργασία γητεύτρα