φακίρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φακίρης | οι | φακίρηδες |
γενική | του | φακίρη | των | φακίρηδων |
αιτιατική | τον | φακίρη | τους | φακίρηδες |
κλητική | φακίρη | φακίρηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φακίρης < αραβική فقير (faqīr, φτωχός) ή τουρκική fakir. Δείτε και τον πληθυντικό فُقَرَاء (fuqarāʾ)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφακίρης αρσενικό (θηλυκό φακίρισσα)
- μουσουλμάνος ασκητής του σουφισμού, ο οποίος έχει απαρνηθεί την κατοχή υλικής περιουσίας και ζει από ελεημοσύνες
- Ινδός ασκητής με αξιοθαύμαστη ικανότητα να ελέγχει το σώμα του μέσω του διαλογισμού και να αγνοεί τον πόνο
- (μεταφορικά) άτομο με θαυμαστές ικανότητες, θαυματοποιός
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- φακίρ φουκαράς: πάμφτωχος, φτωχός φουκαράς, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- φακίρης στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία φακίρης
Πηγές
επεξεργασία- φακίρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)