Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φακίρης οι φακίρηδες
      γενική του φακίρη των φακίρηδων
    αιτιατική τον φακίρη τους φακίρηδες
     κλητική φακίρη φακίρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ινδός φακίρης ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι με καρφιά (1903)

  Ετυμολογία επεξεργασία

φακίρης < αραβική فقير (faqīr, φτωχός) ή τουρκική fakir. Δείτε και τον πληθυντικό فُقَرَاء (fuqarāʾ)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /faˈci.ɾis/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φακίρης αρσενικό (θηλυκό φακίρισσα)

  1. μουσουλμάνος ασκητής του σουφισμού, ο οποίος έχει απαρνηθεί την κατοχή υλικής περιουσίας και ζει από ελεημοσύνες
  2. Ινδός ασκητής με αξιοθαύμαστη ικανότητα να ελέγχει το σώμα του μέσω του διαλογισμού και να αγνοεί τον πόνο
  3. (μεταφορικά) άτομο με θαυμαστές ικανότητες, θαυματοποιός

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία