φακιρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φακιρικός < φακίρης
Επίθετο επεξεργασία
φακιρικός (πληθυντικός, φακίρηδες)
- σχετικός με τον φακίρη
- φακίρικα ή φακιρικά κόλπα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φακιρικός