Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φακιρικός η φακιρική το φακιρικό
      γενική του φακιρικού της φακιρικής του φακιρικού
    αιτιατική τον φακιρικό τη φακιρική το φακιρικό
     κλητική φακιρικέ φακιρική φακιρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φακιρικοί οι φακιρικές τα φακιρικά
      γενική των φακιρικών των φακιρικών των φακιρικών
    αιτιατική τους φακιρικούς τις φακιρικές τα φακιρικά
     κλητική φακιρικοί φακιρικές φακιρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φακιρικός < φακίρης

  Επίθετο επεξεργασία

φακιρικός (πληθυντικός, φακίρηδες)

  1. σχετικός με τον φακίρη
    φακίρικα ή φακιρικά κόλπα

Συγγενικά επεξεργασία


  Μεταφράσεις επεξεργασία