Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θαυματοποιός οι θαυματοποιοί
      γενική του θαυματοποιού των θαυματοποιών
    αιτιατική τον θαυματοποιό τους θαυματοποιούς
     κλητική θαυματοποιέ θαυματοποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

θαυματοποιός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θαυματοποιός[1] < θαῦμα + ποιῶ

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /θav.ma.to.piˈos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θαυ‐μα‐το‐ποι‐ός

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

θαυματοποιός αρσενικό ή θηλυκό

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

θαυματοποιός -ός -όν

  • που κάνει θαύματα ή αξιοθαύμαστα έργα
    ※  εἰ δὲ παράδοξα ἔπαθε͵ μὴ ἀπιστήσητε· θαυματοποιοὶ γὰρ οἱ ὄνειροι. (Λουκιανός, Περὶ τοῦ ἐνυπνίου 14.11-12)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

θαυματοποιός αρσενικό

  • που εκτελεί εντυπωσιακά τεχνάσματα
    ※  σκώπτοντος Ἀττικοῦ τινος τὰς Λακωνικὰς μαχαίρας εἰς τὴν μικρότητα͵ καὶ λέγοντος ὅτι ῥᾳδίως αὐτὰς οἱ θαυματοποιοὶ καταπίνουσιν ἐν τοῖς θεάτροις (Πλούταρχου, Λυκοῦργος, 19.2