imposteur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛ̃.pɔs.tœʁ/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | imposteur | imposteurs |
θηλυκό | imposteuse | imposteuses |
imposteur (fr) αρσενικό
- ο απατεώνας, o θαυματοποιός