Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φακίρισσα οι φακίρισσες
      γενική της φακίρισσας των φακιρισσών
    αιτιατική τη φακίρισσα τις φακίρισσες
     κλητική φακίρισσα φακίρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φακίρισσα < φακίρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φακίρισσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία