fakiro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fakiro | fakiroj |
αιτιατική | fakiron | fakirojn |
fakiro (eo)
- ο φακίρης
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fakiro | fakiroj |
αιτιατική | fakiron | fakirojn |
fakiro (eo)