Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γόος οι γόοι
      γενική του γόου των γόων
    αιτιατική τον γόο τους γόους
     κλητική γόε γόοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γόος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γόος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɣo.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γό‐ος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γόος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία