γόος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γόος | οι | γόοι |
γενική | του | γόου | των | γόων |
αιτιατική | τον | γόο | τους | γόους |
κλητική | γόε | γόοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γόος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γόος[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɣo.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γό‐ος
Ουσιαστικό επεξεργασία
γόος αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γόος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γόος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας