↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γοερός η γοερή το γοερό
      γενική του γοερού της γοερής του γοερού
    αιτιατική τον γοερό τη γοερή το γοερό
     κλητική γοερέ γοερή γοερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γοεροί οι γοερές τα γοερά
      γενική των γοερών των γοερών των γοερών
    αιτιατική τους γοερούς τις γοερές τα γοερά
     κλητική γοεροί γοερές γοερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γοερός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γοερός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣo.eˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γο‐ε‐ρός

  Επίθετο

επεξεργασία

γοερός, -ή, -ό

  • ο έντονα θρηνητικός
    ⮡ το γοερό κλάμα της μας συντάραξε όλους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική γοερός γοερᾱ́ τὸ γοερόν
      γενική τοῦ γοεροῦ τῆς γοερᾶς τοῦ γοεροῦ
      δοτική τῷ γοερ τῇ γοερ τῷ γοερ
    αιτιατική τὸν γοερόν τὴν γοερᾱ́ν τὸ γοερόν
     κλητική ! γοερέ γοερᾱ́ γοερόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ γοεροί αἱ γοεραί τὰ γοερᾰ́
      γενική τῶν γοερῶν τῶν γοερῶν τῶν γοερῶν
      δοτική τοῖς γοεροῖς ταῖς γοεραῖς τοῖς γοεροῖς
    αιτιατική τοὺς γοερούς τὰς γοερᾱ́ς τὰ γοερᾰ́
     κλητική ! γοεροί γοεραί γοερᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γοερώ τὼ γοερᾱ́ τὼ γοερώ
      γεν-δοτ τοῖν γοεροῖν τοῖν γοεραῖν τοῖν γοεροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

γοερός < γόος + -ερός

  Επίθετο

επεξεργασία

γοερός, -ά, -όν

  1. θρηνητικός, λυπηρός, θλιβερός
    ※  δάκρυα γοερά φανερά πᾶσι τιθεμένα (όλοι την είδαν να χύνει δάκρυα θρηνητικα) (Χρειάζεται επεξεργασία)
  2. θρήνος ή εκείνος που θρηνεί
    ※  ἔσται τι νέον: ἥξει τι μέλος γοερὸν γοεραῖς (Εκάβη, 85)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη γόης