γοερός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γοερός | η | γοερή | το | γοερό |
γενική | του | γοερού | της | γοερής | του | γοερού |
αιτιατική | τον | γοερό | τη | γοερή | το | γοερό |
κλητική | γοερέ | γοερή | γοερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γοεροί | οι | γοερές | τα | γοερά |
γενική | των | γοερών | των | γοερών | των | γοερών |
αιτιατική | τους | γοερούς | τις | γοερές | τα | γοερά |
κλητική | γοεροί | γοερές | γοερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γοερός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γοερός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣo.eˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γο‐ε‐ρός
Επίθετο
επεξεργασίαγοερός, -ή, -ό
- ο έντονα θρηνητικός
- ⮡ το γοερό κλάμα της μας συντάραξε όλους
Μεταφράσεις
επεξεργασία γοερός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γοερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | γοερός | ἡ | γοερᾱ́ | τὸ | γοερόν |
γενική | τοῦ | γοεροῦ | τῆς | γοερᾶς | τοῦ | γοεροῦ |
δοτική | τῷ | γοερῷ | τῇ | γοερᾷ | τῷ | γοερῷ |
αιτιατική | τὸν | γοερόν | τὴν | γοερᾱ́ν | τὸ | γοερόν |
κλητική ὦ! | γοερέ | γοερᾱ́ | γοερόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | γοεροί | αἱ | γοεραί | τὰ | γοερᾰ́ |
γενική | τῶν | γοερῶν | τῶν | γοερῶν | τῶν | γοερῶν |
δοτική | τοῖς | γοεροῖς | ταῖς | γοεραῖς | τοῖς | γοεροῖς |
αιτιατική | τοὺς | γοερούς | τὰς | γοερᾱ́ς | τὰ | γοερᾰ́ |
κλητική ὦ! | γοεροί | γοεραί | γοερᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γοερώ | τὼ | γοερᾱ́ | τὼ | γοερώ |
γεν-δοτ | τοῖν | γοεροῖν | τοῖν | γοεραῖν | τοῖν | γοεροῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγοερός, -ά, -όν
- θρηνητικός, λυπηρός, θλιβερός
- ※ δάκρυα γοερά φανερά πᾶσι τιθεμένα (όλοι την είδαν να χύνει δάκρυα θρηνητικα) (Χρειάζεται επεξεργασία)
- θρήνος ή εκείνος που θρηνεί
- ※ ἔσται τι νέον: ἥξει τι μέλος γοερὸν γοεραῖς (Εκάβη, 85)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γόης
Πηγές
επεξεργασία- γοερός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γοερός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.