πρεστίζ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρεστίζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική prestige[1] < λατινικά praestigium (=απάτη, γοητεία, δόλος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρεστίζ ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ πρεστίζ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας