Κύρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κύρος | οι | Κύροι |
γενική | του | Κύρου | των | Κύρων |
αιτιατική | τον | Κύρο | τους | Κύρους |
κλητική | Κύρε | Κύροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κύρος < αρχαία ελληνική Κῦρος < αρχαία περσική 𐎤𐎢𐎽𐎢𐏁 (kuruš)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈci.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κύ‐ρος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚύρος αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαεπίσης
- Κύρα (όνομα, γυναικείο)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Κωνσταντίνος Ντίνας, (1995), Κοζανίτικα επώνυμα (1759–1916), Κοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης)